φανητία

φανητία
ἡ, Μ [φανητιῶ]
πομπώδης εξωτερική εμφάνιση που έχει σκοπό τον εντυπωσιασμό, επίδειξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποτέρπομαι — Α [τέρπομαι] τέρπομαι, ευχαριστιέμαι γι αυτό που βρίσκεται αποπάνω μου («ὥσπερ ὑποτερπόμενοι τῇ τῆς περιβολῆς φανητίᾳ», Τιμαρ.) …   Dictionary of Greek

  • φανητιασμός — ὁ, Μ τάση για πομπώδη εξωτερική εμφάνιση με σκοπό τον εντυπωσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανητιῶ / φανητία + κατάλ. (α)σμός (πρβλ. σεληνια σμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”